- λογοδεής
- λογο-δεής, ές,A wanting in reason or reasonableness, prob. l. in Arist.Spir.481b27.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λογοδεής — λογοδεής, ές (Α) αυτός που στερείται λόγου ή λογικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + δεής(< δέομαι), πρβλ. λιπο δεής, υπνο δεής] … Dictionary of Greek
λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… … Dictionary of Greek